- συνδικαλίζομαι
- Ν1. ανήκω σε συνδικάτο2. ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό, συμμετέχω σε συνδικαλιστικό κίνημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + συνδικαλ-ισμός (βλ. λ. συνδικαλισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδικαλίζομαι — συνδικαλίζομαι, συνδικαλίστηκα, συνδικαλισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνδικαλίζομαι — συνδικαλίστηκα, συνδικαλισμένος, παίρνω μέρος στο συνδικαλισμό: Φοβάται μην τον απολύσουν από την εργασία του, γιατί συνδικαλίζεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)